κατεχιά

κατεχιά
η [κατέχω]
1. επίγνωση
2. επινοητικότητα, τέχνασμα
3. γνώση, εμπειρία μιας τέχνης, ειδημοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”